αυτοπεποίθηση

αυτοπεποίθηση
η
το να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + πεποίθηση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self-confidence). Η λ., στον λόγιο τ., αυτοπεποίθησις μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοπεποίθηση — η η πεποίθηση στον εαυτό μας, στις δικές μας δυνάμεις: Είναι καλός, αλλά δεν έχει αυτοπεποίθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικειόπιστος — οἰκειόπιστος, ον (Μ) 1. αυτός που πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνάμεις του, που έχει αυτοπεποίθηση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειόπιστον η αυτοπεποίθηση («βάρος τῷ ταπεινῷ τὸ οἰκειόπιστον», Ιω. Κλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + πιστός] …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association …   Wikipedia

  • Каррас, Василис — Василис Каррас Выступление в марте 2010 года …   Википедия

  • αυτάρκης — ( ους), ες (AM αὐτάρκης, ες) [αρκώ] 1. αυτός που έχει αρκετά για τον εαυτό του χωρίς να περιμένει τίποτε από τους άλλους νεοελλ. ολιγαρκής, λιτός αρχ. μσν. επίρρ. αὐτάρκως σε αρκετό βαθμό, αρκετά αρχ. 1. αυτός που έχει αυτοπεποίθηση 2. ο αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… …   Dictionary of Greek

  • εμφυσιώ — ἐμφυσιῶ ( όω) (Α) 1. εμφυσώ, δίνω πνοή 3. (για ανάγνωση ή απαγγελία) απαγγέλλω με στόμφο 3. εμπνέω αυτοπεποίθηση 4. εμφυτεύω, εμπνέω, μεταδίδω 5. μέσ. ἐμφυσιοῡμαι εμφυτεύομαι, ριζώνω …   Dictionary of Greek

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”